- ἀγήοχα
- ἀγήοχα, [tense] pf. of ἄγω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγήοχα — ἄγω lead perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηόχασι — ἀγηόχᾱσι , ἄγω lead perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγηόχασιν — ἀγηόχᾱσιν , ἄγω lead perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)